- μπήξιμο
- το [μπήγω]βίαιη εισαγωγή ενός αντικειμένου κάπου, χώσιμο, κάρφωμα, ορμητική είσδυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπηξη — η (AM ἔμπηξις) 1. μπήξιμο, προσήλωση 2. πήξιμο, στερεοποίηση … Dictionary of Greek
εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη … Dictionary of Greek
κατάπηξη — η (Α κατάπηξις) [καταπήγνυμι] 1. μπήξιμο πασσάλων στη γη νεοελλ. χάραξη δρόμου ή οχύρωσης με πασσάλους … Dictionary of Greek
πήξη — η / πήξις, εως,και ιων. ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι] 1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών 2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη 3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας… … Dictionary of Greek
πατίκωμα — το συμπίεση, μπήξιμο, στοίβαγμα, στρίμωγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χώσιμο — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χώνω, το μπήξιμο. 2. τρύπωμα. 3. θάψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)